- διαλελυμένως
- διαλελυμένως επίρρ. (Α)βλ. διαλύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαλελυμένως — laxly indeclform (adverb) διαλύω loose one from another perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλύω — (Α διαλύω) 1. αποσυνθέτω, λύω ή χωρίζω κάτι στα μέρη που τό συνθέτουν 2. απομακρύνω, διαχωρίζω ανθρώπους, τους διασκορπίζω 3. διασκορπίζω πρόσωπα που αποτελούν ενιαίο σύνολο, λ.χ. διαδήλωση 4. θέτω τέρμα στη λειτουργία εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ … Dictionary of Greek